-
1 most
πλέον -
2 Advantage
subs.Gain: P. and V. κέρδος, τό, λῆμμα, τό.Superiority: P. πλεονεξία, ἡ, πλεονέκτημα, τό.To the advantage of, in favour of: P. and V. πρός (gen.).Have the advantage, v.: P. περιεῖναι, πλέον ἔχειν.Get the advantage of, v.: P. πλεονεκτεῖν (gen.), πλέον φέρεσθαι (gen.), πλέον ἔχειν (gen.).Use: P. and V. χρῆσθαι (dat.).Fight at an advantage: P. ἐκ περιόντος ἀγωνίζεσθαι (Τhuc. 8, 46).It is a great advantage for him to be sole master of the whole position: τὸ εἶναι ἐκεῖνον ἕνα ὅντα κύριον... πολλῷ προέχει (Dem. 10).Tyrants have no such advantages: P. τοῖς δὲ τυράννοις οὐδὲν ὑπάρχει τοιοῦτον (Isoc. 15, C).The borrower has the advantage of us in everything: P. ὁ δανειζόμενος ἐν παντὶ προέχει ἡμῶν (Dem. 1283).We have many natural advantages in war: P. πρὸς πόλεμον πολλὰ φύσει πλεονεκτήματα ἡμῖν ὑπάρχει (Dem. 124).What advantage is there? V. τί δʼ ἔστι τὸ πλέον; (Eur., Phoen. 553).What advantage will it be to the dead? P. τί ἔσται πλέον τῷ γε ἀποθανόντι; (Antiphon, 140.)——————v. trans.See Benefit.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Advantage
-
3 Effect
subs.Virtue, operativeness: P. δύναμις, ἡ.Result: P. and V. τέλος, τό, ἔργον, τό.That which happens: P. τὰ ἀποβαίνοντα, τὰ ἐκβαίνοντα.Produce an effect, do good (of persons), v.: P. and V. πλέον πράσσειν, V. πλέον ἐργάζεσθαι, P. πλέον ποιεῖν.I produce no effect by my counsel: V. παραινουσʼ οὐδὲν εἰς πλέον ποιῶ (Soph., O.R. 918).Have effect: P. προὔργου εἶναι, P. and V. ὠφελεῖν.Have no effect: P. οὐδὲν προὔργου εἶναι, P. and V. οὐκ ὠφελεῖν.Have the effect of, bring it about that, v.: P. and V. πράσσειν ὥστε (infin.).Take effect: use P. ἐνεργὸς εἶναι.——————v. trans.Accomplish: P. and V. ἀνύτειν, κατανύτειν, πράσσειν, διαπράσσειν (or mid. in P.), ἐργάζεσθαι, κατεργάζεσθαι, ἐπεργάζεσθαι; see Accomplish.Bring it about that: P. and V. πράσσειν ὥστε (infin.), V. ἐκπράσσειν ὥστε (infin.); see also see to it that.Effect a landing: P. ἀπόβασιν ποιεῖσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Effect
-
4 Gain
subs.Act of acquiring: V. ἐπίκτησις. ἡ, P. and V. κτῆσις, ἡ.Profit: P. and V. κέρδος, τό, λῆμμα, τό.Advantage: P. and V. ὠφέλεια, ἡ, ὄφελος, τό, ὄνησις, ἡ. Ar. and V. ὠφέλημα, τό, V. ὠφέλησις, ἡ; see Advantage.Superiority: P. πλεονεξια, ἡ, πλεονέκτημα, τό.What gain is there? V. τί δʼ ἔστι τὸ πλέον; (Eur., Phœn. 553).What gain will it be to the dead? P. τί δʼ ἔσται πλέον τῷ γε ἀποθανόντι; (act. 140).Love of base gain: P. and V. αἰσχροκέρδεια, ἡ.——————v. trans.Win for oneself: P. and V. κτᾶσθαι, φέρεσθαι, κομίζεσθαι, εὑρίσκεσθαι, ἐκφέρεσθαι, Ar. and V. φέρειν ( al o Plat. but rare P.), εὑρίσκειν, V. ἄρνυσθαι (also Plat. but rare P.), κομίζειν.Gain in addition: P. and V. ἐπικτᾶσθαι, P. προσκτᾶσθαι.Help to gain: P. συγκτᾶσθαί (τινι), συγκατακτᾶσθαι (τί τινι).Reach: V. and V. ἀφικνεῖσθαι (εἰς, or πρός, acc.; V. also acc. alone).Attain to: P. and V. ἐφάπτεσθαι (gen.), ἐξικνεῖσθαι (gen. or acc.), τυγχάνειν (gen.).A swift runner would have gained his goal: V. ἂν... ταχὺς βαδιστὴς τερμόνων ἀνθήπτετο (Eur., Med. 1182).Gain the heights: P. ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν μετεώρων (Thuc. 4, 128).Gain the mountains: P. λαμβάνεσθαι τῶν ὀρῶν (Thuc. 3, 24).——————v. intrans.Gain on, overtake: P. ἐπικαταλαμβάνειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gain
-
5 Good
adj.Pious: P. and V. εὐσεβής, θεοσεβής, ὅσιος.Serviceable: P. and V. σύμφορος, χρήσιμος, πρόσφορος, Ar. and P. ὠφέλιμος, V. ὀνήσιμος, Ar. and V. ὠφελήσιμος.Be good ( serviceable): P. and V. συμφέρειν, ὠφελεῖν, Ar. and P. προὔργου εἶναι, V. ἀρήγειν; see be of use under use.Good at speaking: P. and V. δεινὸς λέγειν.Considerable in amount, etc.: P. and V. μέτριος.So far so good: see under Far.Be any good, v.; see Avail.Do good to: see Benefit.Make good, confirm, v. trans.: P. βεβαιοῦν.Prove: P. and V. ἐλέγχειν, ἐξελέγχειν.Accomplish: see Accomplish.For good and all: see for ever under ever.Resolve to have uttered for good and all the words you spoke concerning this woman: V. βούλου λόγους οὓς εἶπας εἰς τήνδʼ ἐμπέδως εἰρηκέναι (Soph., Trach. 486).——————subs.Gain, profit: P. and V. κέρδος, τό.I have tried all means and done no good: V. εἰς πᾶν ἀφῖγμαι κουδὲν εἴργασμαι πλέον (Eur., Hipp. 284).What good is this to me? V. καὶ τί μοι πλέον τόδε; (Eur., Ion. 1255).What good will it be to the dead? P. τί ἔσται πλέον τῷ γε ἀποθανόντι; (Ant. 140).The good ( in philosophical sense): P. τἀγαθόν, ἰδέα τἀγαθοῦ, ἡ.——————interj.P. and V. εἶεν.Bravo: Ar. and P. εὖγε.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Good
-
6 более
более 1) (больше) περισσότερο, πλέον, πιο· \более чем когда-л. περισσότερο από κάθε φορά· \более или менее λίγο πολύ· всё \более и \более όλο και πιο πολύ 2), (сравн. ст. от много) πιο· \более спокойный πιο ήρεμος ◇ \более того επιπλέον, εξάλλου; тем \более άλλωστε* * *1) ( больше) περισσότερο, πλέον, πιοбо́лее чем когда́-л. — περισσότερο από κάθε φορά
бо́лее и́ли ме́нее — λίγο πολύ
всё бо́лее и бо́лее — όλο και πιο πολύ
2) (сравн. ст. от много) πιοбо́лее споко́йный — πιο ήρεμος
••бо́лее того́ — επιπλέον, εξάλλου
тем бо́лее — άλλωστε
-
7 вдобавок
-
8 лишний
лишний 1) (избыточный) περίσσιος, παραπανίσιος· два с \лишнийим дня δύο μέρες και πλέον (или και κάτι) 2) (ненужный) περιττός, άχρηστος* * *1) ( избыточный) περίσσιος, παραπανίσιοςдва с ли́шним дня — δύο μέρες και πλέον ( или και κάτι)
2) ( ненужный) περιττός, άχρηστος -
9 больше
больше1. прил (сравнит, ст. от большой) μεγαλύτερος;2. нареч (сравнит, ст. от много) περισσότερο[ν], πιό πολύ, πλέον:как можно \больше ὅσο τό δυνατό περισσότερο;3. нареч (в отриц. предлож.) ἀλλο, πιά, πλέον:\больше не могу́ δέν μπορῶ ἀλλο, δέν βαστῶ πιά; \больше чем когда бы то ни было περισσότερο ἀπό κάθε ἀλλη φορά; ◊ ни \больше ни меньше ὁὔτε λίγο ὁϋτε πολύ. -
10 да
да Iчастица1. (утвердительная) ναί, μάλιστα:Вы придете завтра? · Да! Θά ἔρθετε αὐριο; · Ναί!· да, конечно ναί, βέβαια· да или нет? ναί ἡ ὄχι;· ни да ни нет οὔτε ναί οὔτε ὄχι· да, это так μάλιστα, ἐτσι εἶναι2. (при выражении удивления, недоверия) ναί, ἀλήθεια, πραγματικά [-ῶς]:ну да! ναί!·3. (вводн. сл. в начале речи) ἄ ναί:да, еще забыл вам сказать... ἄ ναί, ξέχασα ἐπίσης νά σᾶς πῶ...·4. (усилительная) λοιπόν, ντέ, δά, μά:да говорите же скорее! λέγετε λοιπόν πιό γρήγορα!· да замолчи же! σώπα ντέ!, σώπα λοιπόν!· да не может быть! αὐτό εἶναι ἀδύνατο!·5. (пусть) ᾶς, νά (в переводе часто опускается):да здравствует Первое мая! ζήτω ἡ Πρώτη τοῦ Μάη!, ζήτω ἡ πρωτομαγιά! да живет он многие годы! νά ζήσει χρόνια πολλά!да IIсоюз1. (соединительный) καί (перед гласными принимает форму κἰ):ты да я ἐσύ κι ἐγώ·2. (присоединительный в смысле «к тому же», «вдобавок») καί, κι ἐπί πλέον:холодно, да дождь льет κάνει κρύο καί ἐκτός αὐτοῦ (или κι ἐπί πλεον) βρέχει· шел он один, да еще в темноте βάδιζε μόνος του καί μάλιστα στά σκοτεινά·3. (противительный) μά, ἀλλά, ὀμως:хорошо, да не очень καλά, μά ὄχι καί τόσο, εἶναι καλό, ἀλλά ὄχι καί σπουδαίο. -
11 наиболее
наиболеенареч πιό, πλέον, πρό πάντων, πιό πολύ:\наиболее удобный ὁ πιό κατάλληλος, ὁ πλέον πρόσφορος, ὁ πιό βολικός. -
12 притом
притомсоюз ἐπί πλεον, ταυτόχρονα, ἐκτός τούτου:и \притом он ничего́ не знает καί ἐπί πλέον δέν ξέρει τίποτε. -
13 да
да 1μόριο1. βεβαιωτικό• ναι, μάλιστα•все здесь? да да όλοι είναι εδώ; да ναί•
отвечайте: да или нет απαντάτε: ναι ή όχι•
хочешь чаю? да да θέλεις τσάι; да ναι.
|| πραγματικά, αλήθεια•там было хорошо, да, очень хорошо εκεί ήταν καλά, πραγματικά, πολύ καλά.
2. (ξαφνική ενθύμηση) α ναι•я, кажется, все сказал...да! вот еще νομίζω πως τα είπα ολα... α ναι! να ακόμα τι.
3. (δυσπιστία, αντίρρηση κλπ.) ναι πως, αμ πως•я хлопочу чтобы ты скорее отправиться. да да хлопочешь εγώ φροντίζω ν’ αναχωρήσεις το γρηγορότερο. Αμ πως φροντίζεις.
4. (ερωτηματικό) ναι; αλήθεια;•я изменился, да? εγώ άλλαξα, ναι;
5. (επιτακτικό) δα, ντε, και, λοιπόν•кто сказал? да да тот ποιος είπε; Εκείνος δα•
да что с вами говорить! και τι να πω με σας!•
куда идти? да да прямо κατά πού νά πάω;-Κατ’ ευθεία δα (ντε)•
да отправляйтесь вы поскорее αναχωρείτε λοιπόν το γρηγορότερο.
|| (μέσα στην πρόταση και μπροστά από το κατηγορούμενο επιτείνει τη σημασία) να• και.6. (επίμονη παράκληση, παρότρυνση) δά•да садись, садись, чего ты стоишь! κάθισε δα,κάθισε,τι στέκεσαι ορθός! || (επιτακτικό-προτρεπτικό)• άιντε, έλα•
да ну, брат, поскорее! άιντε, καημένε, πιο γρήγορα!
7. (με προστακτική και σημασία υποθετική• και αν (ακόμα)•да будь он... κι αν ακόμα αυτός...
8. (με ρήμα 3ου ενκ. προσ. ενεστώτα και μέλλοντα)• άς, είθε να• ζήτω•да здравствует мир во всем мире! ζήτω η ειρήνη σ’ όλο τόν κόσμο!•
да здравствует дружба меаду народами! ζήτω η φιλία ανάμεσα στους λαούς!
εκφρ.ну да! – (απλ.) αμπώς! (вот) это да! (απλ.) αυτό μάλιστα! (για θαυμασμό, επιδοκιμασία)•аи да – βλ. ай; ну да (απλ.) βλ. да 1 (1, 3 σημ.).да 2σύνδ.1. συμπ λκ. και•он да я αυτός κι εγώ•
день да ночь μέρα και νύχτα•
хлеб да соль ψωμί κι αλάτι.
2. επίτακτ. καί, επί•шел я ночью один, да еще лесом βάδιζα τη νύχτα μόνος κι ακόμα (επί πλέον) μέσα στο δάσος.
3. σύνδ. αντιθετικός• όμως, αλλά, μα•я согласен, да только с условием είμαι σύμφωνος, όμως μ’ ένα όρο.
εκφρ.да и... – α) και. β) ξαφνικά, απότομα•жил, жил, да помер – έζησε, έζησε και ξαφνικά πέθανε, γ) επί πλέον, και., ακόμα•да и говорить-то об этом не стоит – ακόμα και να μιλήσεις γι’ αυτό δεν αξίζει•да и только – (καί) μόνο, διαρκώς•плачет, да и только – κλαίει και μόνο (συνεχώς)•смеется, да и только – γελά ακατάπαυστα. -
14 добавить
-влю, -вишьρ.σ.μ.προσθέτω, επιπροσθέτω, συμπληρώνω, βάζω επί πλέον, ακόμα•-ьте мне супу βάλτε μου ακόμα σούπα•
сколько денег не хватают, я -влю όσα χρήματα δε φτάνουν, θα τα βάλλω εγώ.
|| λέγω γράφω επί πλέον, ακόμα•добавить следующее έχω να προσθέσω το εξής•
мне нечего добавить к тому δεν έχω να προσθέσω τίποτε σ' αυτό.
προστίθεμαι•-лось ещё одно огорчание προστέθηκε ακόμα μια στενοχώρια (θλίψη).
-
15 ещё
επίρ.1. ακόμα, επί πλέον, προσέτι•он глуп да ещё ленивый είναι κουτός και επί πλέον τεμπέλης•
ещё раз ακόμα μι,α φορά•
она жива αυτή είναι ακόμα ζωντανή•
ещё скажите ему ακόμα πέστε του•
ещё ему этого мало? ακόμα δεν του φτάνει; δεν είναι ευχαριστημένος;•
нет ещё όχι ακόμα.
2. μέχρι τώρα, ως τώρα•она ещё не спала αυτή ακόμα δεν κοιμήθηκε•
он не женат ещё αυτός είναι ακόμα ανύπαντρος•
я не устал ακόμα δεν κουράστηκα.
3. πια, ήδη•дом сгорел ещё в прошлом году το σπίτι •κάηκε πια από πέρυσι.
4. περισσότερο, πιο πολύ, ακόμα πιο•она стала ещё красивее αυτή έγινε πιο ομορφότερη.
εκφρ.ещё бы – α) βέβαια, ναι, μάλιστα, ασφαλώς, εννοείται, και ρωτάς; θέλει ρώτημα;•нравится вам музыка чайковского? ещё-бы – σας αρέσει η μουσική του Τσαϊκόβσκι; ещё και ρωτάς (ακόμα), β) αυτό λείπει ακόμα•ещё ты был бы недоволен! – αυτό έλειπε (έφτανε) ακόμα να είσαι και δυσαρεστημένος!•ещё и ещё – ακόμα και ακόμα, κι άλλο κι. άλλο•а ещё... – (επιτίμηση) ακόμα...•чего вы лезете без очереди? а ещё в очках! – γιατί παραβιάζετε τη σειρά; ακόμα φοράτε και γυαλιά!•можно было привести ещё и ещё десятки примеров – μπορούσα να αραδιάσω δεκάδες παραδείγματα•все ещё – ως τώρα ακόμα, μέχρι τώρα ακόμα•он все ещё ждет – αυτός μέχρι τώρα περιμένει ακόμα. -
16 Get
v. trans.P. and V. κτᾶσθαι, κατακτᾶσθαι, λαμβάνειν, Ar. and V. πεπᾶσθαι (perf. infin. of πάεσθαι) (also Xen. but rare P.); see also P. and V. φέρεσθαι, ἐκφέρεσθαι, κομίζεσθαι, εὑρίσκεσθαι, Ar. and V. φέρειν (also Plat. but rare P.), εὑρίσκειν, V. ἄρνυσθαι (also Plat. but rare P.), ἀνύτεσθαι, κομίζειν.Fetch: P. and V. φέρειν, κομίζειν, ἄγειν, V. πορεύειν.Get in addition: P. and V. ἐπικτᾶσθαι, προσλαμβάνειν, P. προσκτᾶσθαι.Get in return: P. ἀντιτυγχάνειν (gen.).Help to get: P. συγκτᾶσθαι (τινί), συγκατακτᾶσθαί (τινί τι).Get a person to do a thing: P. and V. πείθειν τινα ποιεῖν τι or ὥστε ποιεῖν τι.Get a thing done: P. and V. πράσσειν ὅπως τι γενήσεται.V. intrans. Become: P. and V. γίγνεσθαι.Get at, reach, v. trans.: P. and V. ἐξικνεῖσθαι (gen. or acc.); see reach, met., intrigue with: P. κατασκευάζειν (acc.).Get back, recover: P. and V. ἀνακτᾶσθαι, κομίζεσθαι, ἀναλαμβάνειν, P. ἀνακομίζεσθαι, V. κομίζειν; see Recover.Get on with, have dealings with: P. and V. συγγίγνεσθαι (dat.); see have dealings with, under Dealings.Difficult to get on with: V. συναλλάσσειν βαρύς.Do you think after cheating us that you should get off scot free: Ar. μῶν ἀξιοῖς φενακίσας ἡμᾶς ἀπαλλαγῆναι ἀζήμιος (Pl. 271).Get oneself into trouble: P. εἰς κακὸν αὑτὸν ἐμβάλλειν (Dem. 32).What troubles I've got myself into: Ar. εἰς οἷʼ ἐμαυτὸν εἰσεκύλισα πράγματα (Thesm. 651).Get out of what one has said: P. ἐξαπαλλάσσεσθαι τῶν εἰρημένων (Thuc. 4, 28), ἐξαναχωρεῖν τὰ εἰρημένα (Thuc. 4, 28).Get round, cheat: Ar. περιέρχεσθαι (acc.).Get over: see under Over.Get the better of: P. πλεονεκτεῖν (gen.), πλέον ἔχειν (gen.), πλέον φέρεσθαι (gen.); see Conquer.Get the worst of it: P. and V. ἡσσᾶσθαι, P. ἔλασσον ἔχειν, ἐλασσοῦσθαι.Get to: see Reach.Get together, v. trans.: P. συνιστάναι; see Collect.Get up, contrive fraudulently: P. κατασκευάζειν; see trump up.I got you up ( dressed you up) as Hercules in fun: Ar. σὲ παίζων... Ἡρακλέαʼ ʼνεσκευασα (Ran. 523).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Get
-
17 More
adj.P. and V. πλείων.More or less: P, ἢ πλείων ἢ ἐλάσσων (Dem. 330).——————adv.P. and V. πλεῖον, πλέον.To form comparatives: P. and V. μᾶλλον.With numerals: Ar. and P. πλεῖν.More that half were found to be Carians: P. ὑπὲρ ἥμισυ Κᾶρες ἐφάνησαν (Thuc. 1, 8).More zealous than wise: V. πρόθυμος μᾶλλον ἢ σοφωτέρα (Eur., Med. 485).With more zeal than love: V. προθύμως μᾶλλον ἢ φίλως (Æsch., Ag. 1591).More worthy that rich: P. βελτίων ἢ πλουσιώτερος (Lys. 153).All the more: P. and V. τοσούτῳ μᾶλλον, τοσῷδε μᾶλλον.The more I believe, the more I am at a loss what to do: P. ὅσῳ μᾶλλον πιστεύω τοσούτῳ μᾶλλον ἀπορῶ ὅτι χρήσωμαι (Plat., Rep. 368B).Doing things that it is a great disgrace even to speak of, much more for respectable people to perpetrate: P. τοιαῦτα ποιοῦντες ἃ πολλὴν αἰσχύνην ἔχει καὶ λέγειν μὴ ὅτι γε δὴ ποιεῖν ἀνθρώπους μετρίους (Dem. 1262).Many times more, adj.: P. πολλαπλάσιος.More and more: P. ἐπὶ πλέον, V. μᾶλλον μᾶλλον (Eur., I.T. 1406).Longer: P. and V. ἔτι.No more of this: P. οὕτω περὶ τούτων, ταῦτα μὲν οὖν οὕτως (Isoc.), P. and V. τοιαῦτα μὲν δὴ ταῦτα, V. τούτων μὲν οὕτω, τοιαῦτα μὲν τάδʼ ἐστί; see so much for that under much.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > More
-
18 вознаграждение
η αμοιβ/ή, η ανταμοιβή-капитану с фрахта мор. о επίναυλοςпремиальное - η επί πλέον αμοιβή, το δώρο, η αμοιβή παρότρυνσης ή απόδοσης, το πρίμ, το μπόνους (ξεν).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вознаграждение
-
19 скидка
η έκπτωσ/ηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скидка
-
20 ссуда
το δάνει/οдолевая - (μεγάλου ποσού), χορηγούμενο υπό πολλών τραπεζώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ссуда
См. также в других словарях:
πλέον — (I) Α (καταχρ. πρόθεση) πλην, εκτός από, εξαιρέσει τού..... (II) Ν επίρρ. βλ. πλείων … Dictionary of Greek
πλέον — πλέος masc acc sg πλέος neut nom/voc/acc sg πλέω sail pres part act masc voc sg πλέω sail pres part act neut nom/voc/acc sg πλέω sail imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πλέω sail imperf ind act 1st sg (homeric ionic) πλέως full masc acc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέον' — πλέονα , πλείων more neut nom/voc/acc comp pl πλέονα , πλείων more masc/fem acc comp sg πλέονα , πλείων more neut acc comp pl (epic) πλέονα , πλείων more neut nom comp pl (epic) πλέονι , πλείων more dat comp sg πλέονι , πλείων more neut dat comp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλέον ἥμισυ παντός. — См. Половина больше целого … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek